- υπνοφαντασία
- η сон, сновидение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπνοφαντασία — υπνοφαντασία, η και υπνοφαντασιά, η όνειρο, όραμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπνοφαντασία — η, Ν όνειρο, όραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + φαντασία. Ο τ. ὑπνοφαντασία μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek